- αξεμπέρδευτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν απαλλάχτηκε από μπέρδεμα, περιπλοκή: Ο σπάγκος είχε μείνει αξεμπέρδευτος.2. ατακτοποίητος: Έχουν διαφορές αξεμπέρδευτες.3. εκείνος τον οποίο δεν ξεμπέρδεψαν, δε σκότωσαν: Έφυγε στην ξενιτιά κι έτσι έμεινε αξεμπέρδευτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.